- Στιλβιδης
- Στιλβίδης-ου ὅ Стилбид (прорицатель, сопровождавший афинскую армию в походе на Сицилию) Arph., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Στιλβίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στιλβίδην — Στιλβίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στιλβίδα — Στιλβίδᾱ , Στιλβίδης masc nom/voc/acc dual Στιλβίδᾱ , Στιλβίδης masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)